αδιάζευκτος

αδιάζευκτος
-η, -ο (Α ἀδιάζευκτος, -ον) [διαζευγνύω]
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει διαζευχθεί, δεν έχει πάρει διαζύγιο
αρχ.
αδιαχώριστος, αχώριστος, αδιάσπαστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀδιάζευκτος — not disjoined masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάζευκτος — η, ο αυτός που δεν έχει πάρει διαζύγιο, δεν έχει χωρίσει: Ζητά να ξαναπαντρευτεί, ενώ είναι ακόμη αδιάζευκτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιάζευκτον — ἀδιάζευκτος not disjoined masc/fem acc sg ἀδιάζευκτος not disjoined neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαζεύκτου — ἀδιάζευκτος not disjoined masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαζεύκτους — ἀδιάζευκτος not disjoined masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχώριστος — η, ο (AM ἀχώριστος, ον) 1. αυτός που δεν χωρίζεται ή δεν είναι δυνατόν να χωριστεί, ο αδιαίρετος 2. εκείνος που δεν μπορεί να χωριστεί από κάποιον ή κάτι νεοελλ. (για συζύγους) ο αδιάζευκτος, που δεν χώρισε αρχ. εκείνος για τον οποίο δεν ορίστηκε …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԲԱԺԻՆ — ( ) NBH 1 0118 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 9c, 10c, 12c ա. Առանց բաժնի մնացեալ. որ չառնու ինքեան բաժին կամ ժառանգութիւն. ... *Ելանէ դուստր ʼի տան է, անբաժին եւս է ... Լիցի անբաժին առնուլ (զկոյս բռնաբարեալ). Մխ. դտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”